παρακαλεστός

παρακαλεστός
παρακαλεστός, -ή, -ό και παρακαλετός, -ή, -ό
αυτός που γίνεται με παρακάλια, με ικεσίες: Παρακαλεστός σκαφτιάς μια δουλεύει, δυο χαζεύει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρακαλεστός — και παρακαλετός, ή, ό / παρακαλεστός, ή, όν, ΝΜ [παρακαλώ] 1. αυτός που κάνει κάτι έπειτα από παρακλήσεις, χαριστικά («παρακαλεστός σκαφτιάς μια δουλεύει, δυο χαζεύει», παροιμ. φρ.) 2. αυτός που γίνεται με ικεσίες, με παρακλήσεις, με παρακάλια… …   Dictionary of Greek

  • παρακαλεστικός — ή, ό [παρακαλεστός] παρακλητικός, ικετευτικός. επίρρ... παρακαλεστικά με παρακλητικό, ικετευτικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • περικαλεστός — ή, ό, Ν [περικαλώ] (διαλ. τ.) παρακαλεστός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”